Η δευτερη ευκαιρια

Τα  καλοκαιρινά απογευματόβραδα, όλη η μαρίδα της γειτονιάς μαζευόμασταν στης “κύρανίτσας”. Νίτσα έλεγαν τη δασκάλα που έμενε εκεί.  : «κυρανίτσαα …κυρανίτσα». φωνάζαμε εμείς. Είχε βρει  μπελά μαζί μας.  

 Ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο, γεμάτο συκιές φιστικιές και πολλές πολλές φραγκοσυκιές.

Στο βάθος, ένα χαμηλό σπιτάκι. Τα πρωινά: μήλα , στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα και τα βράδια μπερντές.

 ΄Αλλος βούταγε τις πετονιές του πάτερα από το ψάρεμα – τις δέναμε από δένδρο σε δένδρο-, άλλος τα σεντόνια της Μάνας που στεγνωναν , άλλος τις καρέκλες τις κουζίνας -κάπου έπρεπε να το καθίσουμε το κοινό, τα μικρότερα αδέλφια δηλαδή-άλλος φακό για να φωτίζονται οι φιγούρες, εγώ το καρφωτικό του θείου από το επιπλάδικο.  

Και ο Στάθης , ο μεγαλύτερος απ όλους , έφτιαχνε τις φιγούρες.

Δεν τις θυμάμαι τις περιπέτειες του καραγκιόζη μας. Μια φορά μονάχα, μόλις είχαμε μπει στην Ε.Ο.Κ . «Μεγάλη η σημερνή μέρα» παπαγάλιζε  ο Στάθης τα λόγια του μεγαλύτερου αδελφού,-που ήταν στο Ρήγα Φεραίο της Νομικής- και έβαλε τον Καραγκιόζη να πανηγυρίζει για την ένταξη.

Και άλλη μια φορά που ο Στάθης έφερε και ένα φίλο, τον Μύρωνα που ήξερε κιθάρα και φτιάξανε μια ιστορία αγάπης που την είπαν  Ερωτόκριτο. Πρώτη φορά το άκουγα το όνομα.

Και μετά η ζωή μας σκόρπισε. Κάποιοι έφυγαν για Βρυξέλλες να δουν τα καλά της Ένωσης από πρώτο χέρι, κάποιοι έμειναν πίσω. Δεν νομίζω να έγινε κάποιος μας επαγγελματίας καραγκιοζοπαίκης. ΄Ισως κάποιοι  να παίξαμε  όψεις του ρόλου με επιτυχία μεγάλη.

Χρόνια πολλά μετά, ήρθε η δεύτερη ευκαιρία. Σαν μάθημα πανεπιστημιακό

τη φορά αυτή.. και μας πήγε σε δρόμους ξεχασμένους από καιρό. Μια ολοκληρωμένη εμπειρία, δίπλα σε όμορφους ανθρώπους με μια φλογίτσα στην καρδιά. Καιρό είχα να τη δώ αυτή τη φλόγα.

Και ήρθαν μνήμες πολλές. Κάτι σαν χρονοκάψουλα. Σχεδόν μύρισα το θαλασσινό αεράκι και γεύτηκα ξανά τα φραγκόσυκα που πουλάγαμε στις παραστάσεις μας.

Εμείς τα μαζεύαμε από το οικόπεδο της κυρανίτσας, εμείς τα πουλάγαμε , εμείς τα τρώγαμε.

Τίποτε δεν έμεινε από το μέρος που στηνόταν ο μπερντές. Μεγαλούργησε η αντιπαροχή. Ούτε το θαλασσινό αεράκι μπορεί να περάσει πια μέσα από τα τσιμεντένια κτήρια.

Κι όμως εγώ το μύρισα. Εκεί, στο τέλος της παράστασης, -της τωρινής παράστασης-

Καθώς στεκόμασταν με τις φιγούρες στο χέρι μπροστά από τον μπερντέ-όχι τον αυτοσχέδιο του τότε-κλείνοντας την παράσταση του τώρα και παίρνοντας χαρά μεγάλη που το τότε και το τώρα αντάμωσαν σε μια στιγμή.  

μαίρη τσουκαλά  

Σχολιάστε