Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη,

Γιάννης Κιουρτσάκης, Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σ. 306 (δε διαθέτει εικονογραφικό υλικό).

Το συγκεκριμένο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη είναι ένα ενδιαφέρον πόνημα που αναφέρεται στη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα στον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό και απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια.
Ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας τονίζει ότι χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Καραγκιόζη – που εντοπίζεται μέσα στη ρευστή ομαδική μνήμη- για να δείξει πώς η ανθρώπινη ομάδα κατορθώνει να παράγει ένα έργο ομαδικό με τη δραστηριότητα του ατομικού τεχνίτη, που είναι μεσολαβητής ανάμεσα στην παράδοση που έχει συγκροτηθεί πριν απ’ αυτόν, και στο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο Καραγκιόζης είναι μια ιδιόμορφη και πολύπλευρη θεατρική τέχνη ιδιαίτερα αγαπητή στα λαϊκά στρώματα και συνδέεται με όλες τις περιοχές της λαϊκής ζωής.


Η προφορική παράδοση: Τέχνη και επικοινωνία
Στο πρώτο κεφάλαιο που αναγράφεται «Η προφορική παράδοση: τέχνη κι επικοινωνία» ο Καραγκιόζης ορίζεται ως θέατρο παραδοσιακό που «παραδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά και από τεχνίτη σε τεχνίτη και αναδημιουργείται προφορικά». Ο ελληνικός Καραγκιόζης δημιουργείται και ανθίζει από το 1880 ως το 1940. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το σπουδαίο είναι ο τρόπος μετάβασης και αναδημιουργίας του. Η τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη αποτελεί ιδιαίτερη πρακτική που υπακούει σε ξεχωριστούς κανόνες. Υπάρχουν κάποια απαράβατα όρια που πρέπει να ακολουθούν οι καραγκιοζοπαίχτες παρά τις ελευθερίες που τους αφήνονται. Η τέχνη αυτή είναι αυστηρά κωδικοποιημένη ως προς τις τεχνικές, τις μεθόδους, τους κανόνες ερμηνείας, τους σκελετούς και τις μορφές των επιμέρους έργων της και υλοποιεί μια διαπροσωπική ομαδική δημιουργία.

Οι δεσμεύσεις του παραδοσιακού τεχνίτη
Στον Καραγκιόζη ακολουθείται ένα σχήμα – το οποίο όμως δεν ισχύει για τα ιστορικά ή ηρωικά έργα- που συνοψίζεται στις εξής λειτουργίες: έλλειψη ή ανάγκη του πασά, μεσιτεία του Χατζηαβάτη, συνεργασία του Χατζηαβάτη με τον Καραγκιόζη, ανάληψη εργασίας από τον τελευταίο, γελοιοποίηση όλων των προσώπων, μπλέξιμο ή/και θρίαμβος του κωμικού ήρωα. Το σχήμα αυτό συνδέεται με την κωμική λειτουργία και τον τύπο του Καραγκιόζη, καθώς και με το σταθερό θίασο των συντρόφων του. Το δραματολόγιο είναι στερεότυπο. Υπάρχουν θέματα ή μοτίβα π.χ. η πείνα και τυπικοί διάλογοι, μονόλογοι, καλαμπούρια κ.λπ. Τα βασικά πρόσωπα του θιάσου είναι δεδομένα ως τύποι. Όλα αυτά είναι ανεξάρτητα από την προσωπικότητα του τεχνίτη. Συμπερασματικά, το θέατρο σκιών είναι λαϊκό, επειδή οι αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες από το άτομο του ερμηνευτή φιγούρες του, προάγουν τον απρόσωπο χαρακτήρα μιας ομαδικής δημιουργίας.

Ο άγραφος χαρακτήρας: η ταυτότητα ερμηνευτή και δημιουργού
Το θέατρο σκιών είναι ένα δίκτυο από ποικίλους κώδικες. Η προσφορά του καλλιτέχνη είναι η υποταγή στην προηγούμενη άγραφη παράδοση που επιτελείται μέσω της ερμηνείας του. Οι συμβάσεις της τέχνης του κρυσταλλώθηκαν εθιμικά και μεταβιβάστηκαν εμπειρικά με την επανάληψη, την άμεση μίμηση και τον προφορικό λόγο. Τα κείμενα του μπερντέ, αν και στερεότυπα, είναι εξαιρετικά ρευστά. Ο ερμηνευτής είναι εμπειρικός, περισσότερο υποταγμένος σε μια υποκριτική παράδοση, αλλά και περισσότερο δημιουργικός από έναν ακαδημαϊκό καλλιτέχνη. Έτσι, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του ερμηνευτή και του δημιουργού. Ο τεχνίτης δε δημιουργεί από την αρχή το έργο του, αλλά δεν επαναλαμβάνει και ποτέ ένα ολόκληρο κείμενο.

Προφορική και γραπτή δημιουργία: μια παραβολή
Παρακάτω, ο συγγραφέας για να αναδείξει τα στοιχεία του λαϊκού θεάτρου σκιών το αντιπαραβάλλει με το γραπτό έργο. Το προφορικό έργο είναι στατικό, γιατί δεσμεύεται από κανόνες, αλλά ευλύγιστο λόγω της ρευστότητας του που οδηγεί στην ετερογένεια και την πολυμορφία. Αντίθετα, η γραφή είναι απελευθερωτική για το άτομο, συντηρεί αναλλοίωτο το λόγο, αλλά συνάμα γι’ αυτό και φυλακίζει. Τυποποιεί το λόγο και επιβάλλει την ενότητα και την ομοιομορφία. Περιορίζει τη γλωσσική πολυμορφία και δημιουργεί ομοιογενείς μάζες αναγνωστών. Επιζεί και μεταβιβάζεται χωρίς τη μεσολάβηση ζωντανού ερμηνευτή. Στο θέατρο σκιών μοναδικός φορέας της παράδοσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος κι όχι ένα αντικείμενο, π.χ. το κείμενο. Η τέχνη ζει μόνο όσο ζουν οι άνθρωποι που την καλλιεργούν. Συμπερασματικά, βασικά στοιχεία του Καραγκιόζη είναι η αυστηρή κωδικοποίηση και άγραφος χαρακτήρας.

Ένας «άνθρωπος- θέατρο»
Ο καραγκιοζοπαίχτης χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος- θέατρο που συνδυάζει χειροτεχνικές και πνευματικές ικανότητες. Μπορεί κάποτε να έχει έναν ή περισσότερους βοηθούς. Κάποιοι καραγκιοζοπαίχτες παλαιότερα απασχολούσαν τραγουδιστές ή ειδικούς σχεδιαστές. Βασικό χαρακτηριστικό λοιπόν της λαϊκής δημιουργίας είναι η συγκεντρωτικότητα και η αυτάρκεια του λαϊκού καλλιτέχνη που μοιάζει με δημοτικό τραγουδιστή. Βασικά στοιχεία στη δημιουργία του είναι ο εμπειρισμός και ο άγραφος χαρακτήρας της παράδοσης. Ο Καραγκιόζης είναι μια τέχνη οπτικο- ακουστική και συνάμα χειροτεχνική, πρότυπο προφορικής επικοινωνίας. Όλα αυτά τα φαινόμενα μας παραπέμπουν σε μια προφορική- προκαπιταλιστική κοινότητα από την οποία ο Καραγκιόζης έχει πράγματι δημιουργηθεί.
Παρακάτω, καθορίζεται το ‘προφίλ’ του καραγκιοζοπαίχτη, ο οποίος μαθαίνει μέσω της διαδικασίας της μαθητείας – πρακτικής άσκησης δίπλα σε έναν παλιότερο καραγκιοζοπαίχτη. Πολλοί παλιοί καραγκιοζοπαίχτες ήταν αγράμματοι στο παρελθό. Ο λαϊκός αυτός τεχνίτης χρειάζεται πειθαρχία, κάτι που προϋποθέτει προπαρασκευή και μελέτη.

«Ο Καραγκιόζης δε γράφεται, λέγεται»
Όπως είχε πει ο ίδιος ο Μόλλας, «Ο Καραγκιόζης δε γράφεται, λέγεται». Είναι προφορική τέχνη, καθώς κωδικοποιήθηκε προφορικά και μεταβιβάζεται με αυτόν τον τρόπο. Ο καραγκιοζοπαίχτης είναι μια ζωντανή «βιβλιοθήκη». Η μνήμη του συνυφαίνεται με τη φαντασία. Ο Καραγκιόζης λοιπόν είναι προϊόν πολιτισμού ακουστικού και μνημονικού.

Η προφορική σύνθεση: επανάληψη και αυτοσχεδιασμός
Η προφορική σύνθεση στηρίζεται στην επανάληψη και τον αυτοσχεδιασμό. Η μνήμη στον Καραγκιόζη παίζει σημαντικό ρόλο, διότι έχει μια δυναμική όψη. Ο καραγκιοζοπαίχτης δεν απομνημονεύει το λόγο, αλλά τον αφομοιώνει με την ακοή, τη συνήθεια και τη χρήση. Τα θέματά του που ακολουθούν κάποια διάταξη, έχουν και μια ανοιχτή και ελαστική δομή. Γνωστοί μύθοι έχουν πολλές εκδοχές και παραλλαγές. Ο καραγκιοζοπαίχτης μπορεί να αλλάξει το δραματικό υλικό του, να προσθέσει καινούργιες ιδέες και να αντλήσει από την επικαιρότητα. Ο αυτοσχεδιασμός επίσης είναι αναγκαστικός λόγω των αναγκών της παράστασης. Έτσι έρχεται η ανανέωση του παραδοσιακού λόγου. Η προσωπική ανασύνθεση είναι βασικό γνώρισμα της προφορικής παράδοσης, βασικά στοιχεία της οποίας είναι η επανάληψη και η στερεοτυπία.

Συντήρηση και ανανέωση
Η επαναληπτικότητα, λοιπόν, και η αναδημιουργία χαρακτηρίζουν την τέχνη του Καραγκιόζη. Οι καραγκιοζοπαίχτες διαφοροποιούν και ανανεώνουν διαρκώς τα δεδομένα τους. Ο μπερντές προσαρμόζεται στις ανάγκες του κοινού και της εποχής. Μετά το 1920 καθιερώνονται όλοι οι νεωτερισμοί (π.χ. οι δερμάτινες φιγούρες). Η προφορική παράδοση δεν ταυτίζεται με τη μηχανική επανάληψη και την προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά με την απουσία μηχανικού χαρακτήρα, την ανάπλαση των προτύπων, την αδιάκοπη προσαρμογή των δεδομένων στο εδώ και το τώρα του φορέα της.
Οι καραγκιοζοπαίχτες μοιάζουν μεταξύ τους, γιατί όλοι αντλούν από το ίδιο βαρέλι. Η κοινοκτημοσύνη αποτελεί τον πυρήνα της παράδοσης της προφορικότητας. Η έννοια του ομαδικού που χαρακτηρίζει τον Καραγκιόζη είναι αχώριστη από τον προφορικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει τη σύναξη και την επικοινωνία της αγοράς, μιας ομάδας. Η φύση αυτής της τέχνης εμποδίζει την τεχνική κατοχύρωση μιας ιδιοκτησίας. Γενικά, οι προφορικοί πολιτισμοί καλλιεργούν μια έντονη συλλογικότητα και έχουν αναπτυγμένες κοινοβιακές αξίες. Έτσι, αναπτύσσεται ένα συλλογικό ήθος και οι καραγκιοζοπαίχτες κοινολογούν τα μυστικά τους στους επόμενους, γιατί έτσι διασώζεται η τέχνη τους. Η προφορικότητα λοιπόν είναι διακριτικό γνώρισμα της παράδοσης, αλλά και η αφετηρία της, γιατί προϋποθέτει μια ομάδα.
Η συντήρηση των τρόπων έκφρασης είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής μιας κοινωνίας που αγνοεί τη γραφή. Αυτά προάγουν και θεμελιώνουν την παραγωγική δραστηριότητα, τη συνοχή, την επικοινωνία και την έκφραση.

Ένα παραδοσιακό εργαλείο επικοινωνίας
Η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα αναδημιουργεί αυτό το θέατρο παρόλο που δεν είναι μια παραδοσιακή κοινωνία. Σ’ αυτό συνέβαλλαν οι συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας στην τρικουπική και μετατρικουπική περίοδο με τη δημιουργία αστικών κέντρων με λαϊκούς όμως και αναλφάβητους πληθυσμούς. Παράλληλα, η βελτίωση του οδικού δικτύου διευκολύνει τις μετακινήσεις των καραγκιοζοπαιχτών σε όλη την Ελλάδα.

Ένα εργαλείο «δημοκρατικό»
Ο Καραγκιόζης είναι ένα εργαλείο δημοκρατικό πνευματικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες της πλειοψηφίας. Η τεχνολογία του είναι απλή κι ανέξοδη. Είναι μέσο ευκίνητο και φθηνό. Είναι ένα εργαλείο πολιτισμικής αποκέντρωσης. Διαμορφώνεται στα επαρχιακά κέντρα και μετά επιβάλλεται στην πρωτεύουσα. Ο καραγκιοζοπαίχτης εκφράζει συλλογικούς καημούς και αξίες και ταυτόχρονα έτσι τις συντηρεί. Ο Καραγκιόζης πέρα από το να ψυχαγωγεί και να διασκεδάζει, δημιουργεί παράδοση.
Το θέατρο σκιών έχει τυπικές λειτουργίες, αλλά και νεωτεριστικές.

«Παραδοσιακές λειτουργίες του Καραγκιόζη»                                             Έχει το χαρακτήρα εορταστικής συνάθροισης που προσφέρει ομαδικό ήθος. Δημιουργεί μια ευκαιρία συνάντησης και επικοινωνίας. Μετατρέπει το κοινό σε κοινότητα. Γίνεται είδωλο της πραγματικότητας. Είναι η γιορτή, το καρναβάλι της αστικής φτωχογειτονιάς, γιατί καλλιεργεί τη ρήξη με την καθημερινότητα και οδηγεί στην αυτοεπιβεβαίωση ενός ομαδικού εγώ. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια θεραπευτική λειτουργία σαν αναμνηστική γιορτή μιας ομάδας. Γίνεται εργαλείο παραδοσιακής παιδείας και κοινωνικοποίησης, δεξαμενή ομαδικής μνήμης και διασώζει ένα ολόκληρο ήθος. Άρα διαμορφώνει καλύτερα και την πολιτισμική ταυτότητα.

«Νεωτεριστικές» λειτουργίες
Ο Καραγκιόζης επίσης λειτουργεί ως ένα είδος προφορικής εφημερίδας που σχολιάζει τα νέα του γεωγραφικού και κοινωνικού χώρου, εκφράζει τη στάση της λαϊκής κοινής γνώμης, είναι σαν λαϊκή εγκυκλοπαίδεια. Αποκτά διάσταση διαμαρτυρίας ή αμφισβήτησης, εμπορικής διαφήμισης, εκλογικής ή κομματικής προπαγάνδας. Έτσι, έχει έναν ενοποιητικό ρόλο. Δημιουργεί συνθήκες πνευματικής ανταλλαγής και επικοινωνίας. Έχει ρόλο εθνοποιητικό και εκσυγχρονιστικό. Συμβάλλει στη συνείδηση της ελληνικής ενότητας.
Συνολικά, το θέατρο σκιών επιτελεί πολλές λειτουργίες ανάλογα με τις συνθήκες επικοινωνίας. Αυτό επιβεβαιώνει πως η παράδοση είναι το σταθερό υπόβαθρο που απαιτεί η προσαρμογή της ανθρώπινης δημιουργίας σε κάποιες μεταβαλλόμενες ανάγκες, είναι ένα εργαλείο, που αντλεί την αξία του από τη μαστοριά του τεχνίτη. Το εργαλείο και στον Καραγκιόζη είναι η ίδια η επικοινωνία.


Ο λαϊκός φορέας: οι καραγκιοζοπαίχτες και το κοινό τους
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο συγγραφέας ασχολείται με την έννοια της λέξης λαός, για να μας δείξει τη σχέση του λαού με τον Καραγκιόζη που είναι ένα λαϊκό παραδοσιακό θέαμα. Στην προεπαναστατική Ελλάδα, ο παραδοσιακός πολιτισμός είναι καταρχήν ενιαίος ως προς τις διαδικασίες και τις μορφές του και κοινός για το σύνολο της ομάδας. Καθένας παίζει ρόλο στη συντήρηση και προαγωγή μιας πολύμορφης και ενιαίας παράδοσης που προϋποθέτει τη συμμετοχή και την αποδοχή της πλειοψηφίας. Έτσι, ο παραδοσιακός προφορικός πολιτισμός είναι εξ ορισμού δημοκρατικός. Η εικόνα αυτή αλλάζει ριζικά μετά την Τουρκοκρατία, γιατί η νέα τάξη πραγμάτων εξαρθρώνει πολλαπλά τα προηγούμενα πλαίσια. Η ίδρυση του κράτους στηρίζεται σε ξένα πρότυπα και ο ξένος δυτικός πολιτισμός θεωρείται ανώτερος. Παρατηρείται ένας «πολιτισμικός» διχασμός. Τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα αποτελούν ξένο σύστημα στα αστικά κέντρα, συγκεντρώνονται σε λαϊκές γειτονιές κι από αυτά ξεπηδούν τέχνες, όπως ο Καραγκιόζης. Εδώ η έννοια λαός ταυτίζεται με τις κατώτερες τάξεις μιας αστικοποιημένης κοινωνίας.

Η κοινωνική φυσιογνωμία του φορέα του Καραγκιόζη
Ο Καραγκιόζης ανήκει στις λαϊκές τάξεις και είναι γι’ αυτές ένα εργαλείο. Όμως δεν μπορεί να καθοριστεί η ταξική σύνθεση των παιχτών και του κοινού του. Οι πληροφορίες που έχουμε για τους καραγκιοζοπαίχτες δεν είναι αρκετές και όσες έχουμε προέρχονται από προφορικές αφηγήσεις και παραδόσεις ή απομνημονεύματα των ίδιων. Όσον αφορά το κοινό, ο Καραγκιόζης διευρύνεται και σε μικροαστικά και μεσαία στρώματα. Έτσι, ο ταξικός προσδιορισμός του κοινού του είναι ανώφελος. Εξάλλου, παρατηρείται «απουσία καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των δομών» της ελληνικής κοινωνίας. Γενικά, ο Καραγκιόζης είναι ένα «προλεταριακό» θέαμα που όμως διαχέεται σε όλο σχεδόν το «κοινωνικό νεφέλωμα».

Ο καραγκιοζοπαίχτης
Θα μπορούσαμε ωστόσο να ιχνογραφήσουμε την τυπική κοινωνική φυσιογνωμία του καραγκιοζοπαίχτη. Αυτός μεγαλώνει στη φτωχολογιά, συνήθως είναι αγράμματος ή πολύ λίγο σπουδασμένος, έχει μια έντονη κλίση στην έκφραση. Συγχρωτίζεται με την πιάτσα, έχει πρακτική γνώση του κόσμου που τον περιβάλλει. Η αποδοτικότητα της δουλειάς του είναι κατά κανόνα αμφίβολη. Αναγκάζεται να κάνει κι άλλες δουλειές για να ζήσει. Έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον του και ζει συνήθως με μπλεξίματα. Η δουλειά του είναι κακόφημη και όχι σπάνια είναι κυνηγημένος από την αστυνομία, σπρωγμένος στο κοινωνικό περιθώριο και στην παρανομία. Αντιμετωπίζει τις μπαμπεσιές θεατρώνη και τις αντιδράσεις της οικογένειάς του. Οι περιστάσεις της ζωής του αναπαράγουν τη μοίρα του λαϊκού Έλληνα του καιρού του.
Πολλοί δε γνώρισαν τους φυσικούς γονείς τους ή βγήκαν στη ζητιανιά. Ο καραγκιοζοπαίχτης ζυμώνεται μέσα στη λαϊκή ζωή και γι’ αυτόν το θέατρο σκιών δίνει μια λύτρωση από το καταπιεστικό περιβάλλον του. Η ζωή του καραγκιοζοπαίχτη είναι ασυμβίβαστη με τα αστικά πρότυπα. Ο Καραγκιόζης ενσαρκώνει μια άλλη παιδεία μοναδική και αυτοδύναμη. Λειτουργεί σαν το σχολείο της γειτονιάς. Η απουσία εκπαίδευσης εδώ έχει και θετική σημασία. Ο καραγκιοζοπαίχτης κερδίζει τη μάχη της «αναρχίας» που είναι ουσιαστικά νίκη μιας βαθύτερης πειθαρχίας στην προφορική παράδοση του τόπου. Στα αστικά κέντρα εντοπίζονται καινούργιες λαϊκές ομάδες που είναι θεματοφύλακες της «χωριάτικης» παράδοσης, αλλά και φορείς νέων συνηθειών και τρόπων ζωής από τη Δύση. Στη φτωχογειτονιά όλα είναι διαφορετικά, γιατί οι άνθρωποι εκεί αναπαράγουν τη ζωή της αγροτικής κοινότητας της επαρχίας. Η φτωχογειτονιά αναπλάθει με αστική φυσιογνωμία σχέσεις που αποτελούσαν παράδοση στον προαστικό ελληνικό κόσμο. Έτσι, ανθίζει και πάλι η δημοτική δημιουργία. Αυτή η συλλογική έκφραση και η αδιαίρετη λαϊκή ζωή στοιχειοθετούν την παιδεία του καραγκιοζοπαίχτη.
Οι πρακτικές συνθήκες της ζωής και της δουλειάς του δε διαφέρουν από εκείνες οποιουδήποτε τεχνίτη της εποχής του. Συχνά αντιμετωπίζει τη ζήλεια και τον ανταγωνισμό των συναδέλφων του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει επαγγελματική αλληλεγγύη. Μένει αδέκαρος, αντιμετωπίζει κακουχίες και δοκιμάζει τα συλλογικά μαρτύρια του λαού του. Πολλές φορές εξαρτάται από τον κάθε θεατρώνη, πρέπει να πάρει την άδεια των τοπικών αρχών, ελπίζει να βρει ευνοϊκή αποδοχή. Η εργασία του έχει εποχιακό χαρακτήρα. Εξαίρεση αποτελούσαν οι καραγκιοζοπαίχτες που έκαναν περιουσία. Πολλοί από τους καραγκιοζοπαίχτες είχαν κακή φήμη, όχι όμως χωρίς τη δική τους ευθύνη, όπως μαρτυρείται. Κάποιοι έπαιζαν με ψεύτικα ονόματα. Εκδηλώνεται ο φόβος και η καταφρόνια της επίσημης κοινωνίας απέναντι σε αυτούς. Οι λόγοι που τους οδηγούσαν στο περιθώριο της «κανονικής» συμπεριφοράς ήταν τόσο υποκειμενικοί όσο και αντικειμενικοί. Συχνά έρχονται σε επαφή με την κλειστή ομάδα των «παρανόμων» και υιοθετούν πρότυπα συμπεριφοράς που βρίσκονται στον αντίποδα των κρατούντων. Ο καραγκιοζοπαίχτης είναι δύσκολο να ξεφύγει απ’ αυτά τα πρότυπα. Η μοίρα του συγγενεύει με αυτή του ρεμπέτη.
Αυτή η κοινωνική μοίρα συνδέεται εσωτερικά με το ίδιο το θέατρο του καραγκιόζη, γιατί με τη φτώχεια του, την ανυποληψία του, τις παρανομίες και το χιούμορ του ο Καραγκιόζης μας θυμίζει τον καραγκιοζοπαίχτη. Ο Καραγκιόζης δεν είναι πλάσμα της φαντασίας, είναι ένα αληθινό πρότυπο ζωής. Ο καραγκιοζοπαίχτης αυτοσχεδιάζει στα πλαίσια μιας οικείας ομάδας κι έτσι ο Καραγκιόζης μοιάζει και με τον παίκτη που τον κινεί. Υπάρχει μια ταύτιση και μια αλληλεξάρτηση μεταξύ φιγούρας και παίχτη. Αυτή η ενότητα ζωής και τέχνης δίνει δικαίωση στην προσωπική ύπαρξη του καραγκιοζοπαίχτη και την αλήθεια του στο θέατρο σκιών. Για τον καραγκιοζοπαίχτη ο Καραγκιόζης δεν είναι απλά επάγγελμα, αλλά ένα ήθος κι ένα πάθος- ο τρόπος και ο σκοπός της ύπαρξης του. Πίσω από τον μπερντέ ο τεχνίτης γίνεται άλλος άνθρωπος. Είναι εκτελεστής μια τελετουργίας που ξεπερνά το άτομό του, αφού είναι ταγμένη να εκφράσει όλους τους άλλους.

Το κοινό του Καραγκιόζη
Χαρακτηριστικά του θεάματος αυτού είναι η ανωνυμία που το περιβάλλει, ο βωμολοχικός χαρακτήρας, οι έντονες διαμαρτυρίες του τύπου και των μορφωμένων εναντίον του, οι διώξεις της αστυνομίας. Προνομιακό θέαμα της κατώτερης τάξης των αστικών κέντρων της Τουρκίας και πιο γενικά της Ανατολικής Μεσογείου, ο Καραγκιόζης στην Ελλάδα απευθύνεται σε ένα ανάλογο ακροατήριο, στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των πόλεων της παλαιάς Ελλάδας. Η ανάπτυξη αυτή των πόλεων είναι που συντελεί στην άνθιση του Καραγκιόζη. Το θέατρο αυτό δεν άρεσε στους μορφωμένους. Υπήρξε ένα θέαμα της εργατικής τάξης κυρίως, όχι όμως για όλα τα φύλα. Συχνά συναντάμε και μικροαστικά, μεσοαστικά αλλά και αγροτικά στοιχεία που έρχονται στον μπερντέ από περιέργεια. Ο κόσμος στην επαρχία, στερημένος από τη θεατρική ζωή, αναζητά αυθόρμητα την ψυχαγωγία σε αυτό το «απλοϊκό» θέαμα.
Αργότερα ο Καραγκιόζης αυτολογοκρίνεται και γίνεται θέαμα διαταξικό και «οικογενειακό». Στην Αθήνα ο μπερντές εισβάλλει ξανά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 με σπουδαίους καραγκιοζοπαίχτες. Στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα ο μπερντές αποκτά και χειμερινή στέγη. Υπάρχουν πολλοί καραγκιοζοπαίχτες και πολύ μεγάλη ζήτηση από το κοινό. Η καταπληκτική διάδοση του Καραγκιόζη που σπάζει το φράγμα της επαρχίας και της φτωχογειτονιάς για να στηθεί στην καρδιά της πρωτεύουσας είναι κύριο χαρακτηριστικό της πορείας του. Ήταν το προσφιλέστερο θέατρο του ελληνικού λαού. Η ραχοκοκαλιά βέβαια του κοινού είναι τα κατώτερα στρώματα, αν και συχνά το επισκέπτονται άνθρωποι από κάθε τάξη. Ανταγωνίστηκε με επιτυχία τα «ανώτερα» θεάματα και έκλεισε γνωστά θέατρα και κινηματογράφους.
Βέβαια, ο Καραγκιόζης είναι δημοφιλής στην αστική τάξη για διάφορους λόγους. Καταρχάς, είναι χαρακτηριστική η θεατρική ένδεια της ελληνικής επαρχίας. Έπειτα, ο «ευρωπαϊκός» πολιτισμός που το «ανώτερο» θέατρο διαδίδει δεν έχει πιάσει ακόμα γερές ρίζες στην Ελλάδα. Οι κοινωνικές συνθήκες συντελούν στη συντήρηση μιας παλαιότερης προφορικής παράδοσης του τόπου. Ο νεοελληνικός πολιτισμικός διχασμός δεν εμποδίζει ένα τμήμα της αστικής τάξης να χαίρεται έστω και περιστασιακά τον Καραγκιόζη. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικός ο ετερόκλητος χαρακτήρας του νεοελληνικού πολιτισμού. Και η εσωτερική ζωτικότητα του Καραγκιόζη που είναι ένα χυμώδες λαϊκό θέατρο με άσβεστο λαϊκό χιούμορ συμβάλλει στην επιτυχία του. Έπειτα, θητεύουν στον μπερντέ μια πλειάδα ιδιοφυών καραγκιοζοπαιχτών, εξαίρετων τραγουδιστών. Ο Καραγκιόζης αποτελεί πιστό καθρέφτη της νεοελληνικής πραγματικότητας, αλλά και το πιο αυθεντικό θέατρο του τόπου, το «κατ’ εξοχήν νεώτερον ελληνικόν θέατρον». Αυτό δε σημαίνει πως έγινε ποτέ «αστικό» θέατρο ή ένα θέατρο «επίσημο». Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες απέκτησαν υψηλές γνωριμίες, αλλά κατά κανόνα μιλούν για πιο ταπεινά ακροατήρια. Και στον καιρό ακόμα της ακμής οι αντιδράσεις από την πλευρά των μορφωμένων ή της ανώτερης τάξης δεν έλειψαν. Το περιεχόμενό του θεωρείται φτωχό, τα αστεία του χοντροκομμένα. Στα 1918 ο Τσοκόπουλος το θεωρεί «θέατρο κυρίως για παιδιά». Παρ’ όλες τις επιτυχίες του στον καλό κόσμο δε γονιμοποίησε τον επίσημο νεοελληνικό πολιτισμό. Αυτό δείχνει την αδυναμία της ελλαδικής αστικής τάξης να «εθνικοποιήσει» τον πολιτισμό της και να θρέψει τη δική της ιδιαίτερη έκφραση. Ο Καραγκιόζης έμεινε ένα στενά λαϊκό θέατρο, παιγμένο αποκλειστικά από παραδοσιακούς- λαϊκούς τεχνίτες και προορισμένο κυρίως για ανθρώπους της τάξης τους.
Για το λαϊκό κοινό ο Καραγκιόζης αντιπροσωπεύει αδιαίρετα την ψυχαγωγία, τη γιορτή και την παιδεία του. Είναι βασικό δεδομένο της συλλογικής ζωής του. Το λαϊκό κοινό είναι τακτικό και μόνιμο. Είναι αναφαίρετο συστατικό της εθνικής κουλτούρας. Το πιο εντυπωσιακό είναι η βαθύτατη μέθεξη του λαϊκού κοινού στα δρώμενα της παράστασης. Υπάρχει μια εξαιρετική ποιότητα στην επικοινωνία των θεατών με τον καραγκιοζοπαίχτη, μια αδιάσπαστη ψυχική ενότητα που συγκροτούν παίχτης, σκιές και ακροατήριο. Έτσι, οι λαϊκές τάξεις δεν είναι μόνο η πλειοψηφία αλλά και η ψυχή του κοινού του Καραγκιόζη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγγλογάλλοι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τον αποκαλούσαν «γκρεκ σινεμά».


Η ομαδική δημιουργία
Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στην ομαδική δημιουργία. Ο Καραγκιόζης αποτελεί μια προφορική παράδοση που έχει έναν ομαδικό φορέα (τους καραγκιοζοπαίχτες και το κοινό τους) που είναι και αναδημιουργός του. Δεν παύει κάθε καραγκιοζοπαίχτης να διαφοροποιεί την παράδοση για να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις ενός συγκεκριμένου κοινού. Η ομαδική δημιουργία θεμελιώνεται σε μια διαλεκτική σχέση.

Η αφετηρία: ο ατομικός αυτοσχεδιασμός
Αφετηρία της ομαδικής δημιουργίας είναι ο ατομικός αυτοσχεδιασμός. Μένοντας στα πλαίσια ενός δοσμένου μύθου, ο καραγκιοζοπαίχτης πλουτίζει κάθε φορά το λόγο του με αναφορές σε επίκαιρα γεγονότα και καταστάσεις, ανανεώνοντας τη σημασία του μύθου και συνδέοντας το βασικό περιεχόμενό του με τα προβλήματα του σύγχρονου κοινού. Αυτό καθιστά επίκαιρη την πατροπαράδοτη ιστορία. Φτιάχνονται τα νέα έργα του μπερντέ σύμφωνα με το τυπικό χνάρι της επαγγελματικής κωμωδίας, το οποίο είναι γενετικό. Η έννοια του αναχρονισμού είναι άγνωστη σε αυτήν την τέχνη. Πολλά επιτυχημένα τρικ, πρότυπα κ.λπ. είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού και διαμορφώθηκαν μετά τελικά βαθμιαία.
Παρακάτω ο συγγραφέας αναρωτιέται ως ποιο βαθμό οι αυτοσχεδιασμοί αντιπροσωπεύουν μια ατομική δημιουργία. Παρατηρεί ότι η παράδοση προσφέρει το πλαίσιο και συγκεκριμένα πρότυπα. Σ’ αυτό το θέατρο τίποτα δεν είναι ακριβώς πρωτότυπο, αφού τίποτα δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς, αλλά και τίποτα δε μένει αναλλοίωτο. Μια αυτοσχέδια φιγούρα έχει περισσότερες πιθανότητες να καθιερωθεί αν σχετίζεται με ένα ήδη αποκρυσταλλωμένο πρότυπο του θεάτρου σκιών. Το καινούργιο που κομίζει ο καραγκιοζοπαίχτης ξεκινά από τα προηγούμενα, τη γενικότερη λαϊκή παιδεία και το περιβάλλον του. Ένα βίωμα μπορεί να εμπνεύσει κάτι νέο, όπως και ο ίδιος ο δρόμος. Οι τύποι του Καραγκιόζη πλάστηκαν από κάποια συγκεκριμένα άτομα που τα έθρεψαν με τις εμπειρίες τους και την προσωπικότητά τους. Το προσωπικό «περιεχόμενο» των νεωτερισμών του καραγκιοζοπαίχτη είναι η αποκρυστάλλωση ομαδικών καταστάσεων και αξιών, όπως αυτές διυλίζονται στην ευαισθησία του. Όταν ο παίχτης εκφράζεται προσωπικά ουσιαστικά διερμηνεύει συνάμα και κάποιες μονιμότερες ροπές της ομάδας, γιατί απορροφά και διατυπώνει όλες τις αισθητικές και ηθικές αξίες του λαού.

Ο έλεγχος του κοινού
Το κοινό παρακολουθεί, ελέγχει και καθοδηγεί τη δουλειά του καραγκιοζοπαίχτη. Επιβάλλει ουσιαστικά στον τεχνίτη να σεβαστεί τους κοινόχρηστους παραδοσιακούς κώδικες και γι’ αυτό ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι εντελώς ελεύθερος. Αυτά όλα κάνουν τον Καραγκιόζη και γενικά την ομαδική λαϊκή δημιουργία να διαφέρει από τη μαζική κουλτούρα. Στη λαϊκή δημιουργία το κοινό ενεργοποιείται ως ομάδα και εκδηλώνει με δική του πρωτοβουλία τις προτιμήσεις ή τις απαιτήσεις του. Εδώ το θέαμα παράγεται χειροτεχνικά από ένα μοναδικό πρόσωπο χωρίς την παρεμβολή γραπτού κειμένου ή άλλου φορέα. Ο «τεχνολογικός διάμεσος» είναι απλός, ελαφρός κι ανέξοδος, αλλά μπορεί να λειτουργήσει μόνο με την ταυτόχρονη παρουσία τεχνίτη και θεατών στον ίδιο χώρο δηλ. με την άμεση προφορική επικοινωνία τους. Το κοινό, όπως λέει ο Puchner, συνδημιουργεί κατά βάθος την παράσταση κι ο καραγκιοζοπαίχτης καθίσταται «εκτελεστής της ομαδικής βούλησης». Αυτή η λειτουργική σύμπραξη κατοχυρώνει τη λαϊκότητα του μπερντέ.

Η επεξεργασία της συντεχνίας
Ορισμένα από τα αμέτρητα ευρήματα του καραγκιοζοπαίχτη ξαναδουλεύτηκαν και συνδυάστηκαν με άλλα, υιοθετήθηκαν από ομοτέχνους που τα επεξεργάστηκαν, τα πλούτισαν, τα διέδωσαν και τελικά τα μετέβαλαν σε κοινό κτήμα της συντεχνίας και του κοινού. Η πνευματική κοινοκτημοσύνη είναι ο φυσιολογικός καρπός της προφορικότητας. Οι πετυχημένοι αυτοσχεδιασμοί καθιερώνονται γρήγορα σε όλους τους Καραγκιόζηδες. Απαιτείται ομαδική επεξεργασία και η έγκριση της ομάδας για τη διαμόρφωση ενός τύπου.

Η «προληπτική λογοκρισία» της ομάδας
Η έγκριση της ομάδας, μια μορφή «προληπτικής λογοκρισίας» είναι κυριολεκτικά δημιουργική. Το προφορικό λογοτέχνημα ως ομαδικό δημιούργημα είναι μια εκδήλωση ανάλογη με την ίδια τη γλώσσα, όπως ο όρος χρησιμοποιείται από το Saussure, δηλ. ένα κοινόκτητο σύστημα σταθερών σχέσεων ανάμεσα στα στοιχεία που το συγκροτούν. Οι ενέργειες της μνήμης και της λήθης είναι αχώριστες στην προφορική δημιουργία και λειτουργούν διαπλαστικά. Είναι δημιουργικές, αφού συγκαθορίζουν το ίδιο αποφασιστικά την τελική μορφή. Το έργο της προφορικής παράδοσης χαρακτηρίζεται από εσωτερική ενότητα και ομοιογένεια των στοιχείων που το απαρτίζουν, οι οποίες δεν οφείλονται στο γεγονός ότι οι ατομικοί δημιουργοί ξεχωρίζουν πνευματικά και συναισθηματικά από το σύνολο, αλλά στον ενοποιητικό ρόλο μιας λογοκρισίας με την οποία η ομάδα μεταμορφώνει τα ατομικά δημιουργήματα σε δικό της έργο. Άρα η προφορικότητα δεν είναι απλώς η απουσία γραφής, αλλά ο πυρήνας της πνευματικής κοινοκτημοσύνης από τον οποίο εκπορεύεται η ομαδική δημιουργία. Η κοινότητα είναι συνάμα «παραγωγός» και «καταναλωτής», σύμφωνα με την ορολογία του Jacobson. Η προφορικότητα είναι ο βασικός άξονας του παραδοσιακού ή λαϊκού πολιτισμού.
Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ένας συλλογικός δημιουργός του Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης είναι μια διαμορφωμένη και εξελισσόμενη «γλώσσα», που είναι έργο ενός επαγγελματικού φορέα, της συντεχνίας των καραγκιοζοπαιχτών. Η ανεξαρτησία τους όμως είναι επιφανειακή και κάπως απατηλή. Η έγκριση της ομάδας είναι όχι μόνο απαραίτητη αλλά και η επαρκής προϋπόθεση για την καθιέρωση οποιουδήποτε στοιχείου. Με την ίδια διαδικασία καθιερώνονται τα κλασικά έργα και τελικά το παραδοσιακό ρεπερτόριο. Η λαϊκή φαντασία δεν παράγει μόνη της τίποτε, αλλά χρειάζεται για να αποκρυσταλλωθεί τη μεσολάβηση ενός τεχνίτη. Αντικείμενο της ομαδικής λογοκρισίας δεν είναι μόνο ο λόγος, αλλά η ίδια η θεατρική ολότητα. Η αναδημιουργία μας εμποδίζει να αποδώσουμε σε έναν καραγκιοζοπαίχτη την πατρότητα ενός προσώπου. Ο κωδικοποιημένος τύπος είναι προϊόν σιωπηρής σύμβασης που συνδέει μόνιμα τους καραγκιοζοπαίχτες με το κοινό τους και αποκρυσταλλώνει την εξελισσόμενη δημιουργία της ομάδας. Ο καραγκιοζοπαίχτης δεν έχει το δικαίωμα να αλλάξει τα διακριτικά γνωρίσματα ενός τύπου, όμως έχει το δικαίωμα να τον τοποθετήσει σε νέες καταστάσεις.
Συμπερασματικά, ο Καραγκιόζης είναι έργο μιας ευρύτερης ομάδας που εκφράζεται μέσω μιας συντεχνίας με συλλογικές διαδικασίες, είναι ο καρπός του διαλόγου που αναπτύσσεται ανάμεσα στους καραγκιοζοπαίχτες και το κοινό τους. Η αποδοχή του κοινού καθορίζει την τύχη μιας πρότασης του καραγκιοζοπαίχτη. Ο διάλογος αυτός δεν είναι αδέσμευτος, γιατί διεξάγεται στα αυστηρά πλαίσια μιας παράδοσης. Οι κώδικες αυτοί είναι το θεμέλιο της τέχνης του Καραγκιόζη αλλά και το όριο των αυτοσχεδιασμών του καραγκιοζοπαίχτη, καθώς και του ελέγχου του κοινού. Η παράδοση είναι η κρυσταλλωμένη μορφή της προγενέστερης ομαδικής δημιουργίας του Καραγκιόζη.

Τα χαρακτηριστικά του ομαδικού έργου
Το ομαδικό έργο είναι λοιπόν ενιαίο ως πλασμένο από πολλούς. Η κάθε παράσταση είναι έργο κοινόκτητο ως προϊόν πολλών διαδοχικών ατομικών δημιουργών. Το ομαδικό έργο δε στηρίζεται στην πρωτοτυπία του όπως συμβαίνει στο προσωπικό έργο. Η αυτοτέλειά του απορρέει από τη συλλογική διαδικασία που το διαμορφώνει. Αυτό φαίνεται από τους τύπους του Καραγκιόζη, που δεν είναι πορτραίτα υπαρκτών ατόμων ή ψυχολογικοί χαρακτήρες, αλλά τα σύμβολα μιας δεδομένης ομάδας. Το κοινό φορτίζει την κάθε φιγούρα και οριοθετεί έτσι το συμβολικό πεδίο του τύπου, πχ. η ίδια η φιγούρα του Καραγκιόζη είναι η συμβολική εξατομίκευση της ίδιας της ομάδας που τον αναδημιουργεί και που προβάλλεται ασυνείδητα στο χάρτινο σώμα του. Ο Καραγκιόζης είναι μια μορφή επικοινωνίας που πραγματώνεται με την ενεργητική συνδρομή της ομάδας. Σ’ αυτήν την επικοινωνία ο αποδέκτης του μηνύματος είναι συνάμα και ο πομπός του κι αυτό εξασφαλίζει την αυθεντικότητα του μηνύματος. Δίνονται παραδείγματα από τους χαρακτήρες, τη σκηνογραφία κ.λπ. που δείχνουν ότι ο Καραγκιόζης είναι «ο Ρωμιός, η Ρωμιοσύνη με όλα τα ελαττώματα και όλα τα προτερήματά της», όπως είχε πει ο Μελάς. Οι καραγκιοζοπαίχτες δεν είναι παρατηρητές που θεωρούν απ’ έξω τα λαϊκά στρώματα, αλλά ανήκουν οργανικά σ’ αυτά, γι’ αυτό και μπορούν να μιλήσουν με σιγουριά και αμεσότητα γι’ αυτά. Ο Καραγκιόζης χαρακτηρίζεται από εκφραστική τελειότητα που αφορά στην ανταπόκριση της καλλιτεχνικής μορφής προς τις ομαδικές εκφραστικές ανάγκες και είναι ο καρπός συμμετοχής ενός πλήθους φορέων στην επεξεργασία του έργου και του συντονισμού των διαδοχικών εισφορών σε ένα αρμονικό σύνολο του οποίου η ολοκλήρωση απαιτεί χρόνο. Ο προφορικός τεχνίτης εκφράζεται εξ αρχής σε μια ήδη διαμορφωμένη γλώσσα με μια αυθόρμητη και αδιάκοπη τάση για προσαρμογή, που απορρέει από τη λειτουργία της ομαδικής λογοκρισίας και της ομαδικής μνήμης. Το κοινό είναι και ο τελικός δημιουργός του έργου που του προσφέρεται και δε χρειάζεται μεσολαβητές. Η κριτική είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της δημιουργίας.

Ασυνείδητος χαρακτήρας                                                                                           Ο συγγραφέας επισημαίνει τον ασυνείδητο χαρακτήρα της λαϊκής δημιουργίας. Είναι βέβαια λάθος να πούμε ότι ο καραγκιοζοπαίχτης δεν έχει συνείδηση δημιουργού. Συνειδητοποιεί όμως λιγότερο από το λόγιο καλλιτέχνη τους ακούσιους παράγοντες που κυβερνούν τη δημιουργία του. Ασυνείδητη είναι και η παραγωγή της «γλώσσας» του Καραγκιόζη. Και το κοινό, αν και λογοκρίνει, δε συνειδητοποιεί ότι πλάθει τη «γλώσσα» αυτή. Πίσω από τον καραγκιοζοπαίχτη μιλά ένας αφανέστερος άλλος: ο ασύλληπτος συλλογικός δημιουργός. Σ’ αυτό τον ασυνείδητο χαρακτήρα οφείλει τη μεγάλη της δύναμη η ομαδική δημιουργία. Εδώ βρίσκεται όμως και το όριό της: η αδυναμία της να ξεπεράσει τους ψυχολογικούς και τους κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς του συλλογικού δημιουργού για να γίνει εργαλείο συστηματικής κριτικής της πραγματικότητας.

Δομική στατικότητα και συμβολικός δυναμισμός
Θεμελιακό χαρακτηριστικό της ομαδικής δημιουργίας είναι ο εσωτερικός δυναμισμός και ο συμβολικός πλούτος που συνυπάρχουν και έρχονται σε αντίθεση με τη δομική στατικότητα και τη φαινομενική φτώχεια της. Παρατηρείται αντινομία στο πλήθος των παραλλαγών, στην πολυσημία του και στη μονοτονία των βασικών μορφών του. Διακρίνεται επίσης για τον επαναληπτικό και αναπαραγωγικό του χαρακτήρα.
Το κοινό δε βαριέται ποτέ παρόλο που βλέπει τα ίδια έργα, γιατί αυτή είναι μια ανάγκη που επιβάλλει η προφορική φύση της παράδοσης. Επίσης, ξέρει να ξεχωρίζει και την πιο ανεπαίσθητη παραλλαγή. Χωρίς την ομοιόμορφη αναπαραγωγή, το κοινό δε θα επικοινωνούσε άνετα με τον Καραγκιόζη. Η στατικότητα είναι συνάρτηση της σταθερότητάς του.
Αντίθετα, τα στερεότυπα στοιχεία δεν παύουν να μετασχηματίζονται. Γι’ αυτό, το τούρκικο θέατρο διαποτίστηκε από τη ζωή και την παράδοση του ελληνισμού τόσο που έγινε νέο. Υπάρχει εσωτερική επεξεργασία, που είναι συνάρτηση αυτοσχεδιασμών των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών και της συμμετοχής του κοινού τους. Εκείνο που εξελίσσεται βραδύτατα δεν είναι το δήθεν φτωχό περιεχόμενο του Καραγκιόζη, αλλά τα πρωταρχικά σημαίνοντα, οι θεμελιακές δομές της γλώσσας του, που είναι απαραίτητο όργανο έκφρασης και επικοινωνίας.
Η πολυσημία απορρέει από την επέμβαση αμέτρητων ομιλητών που δίνουν συνεχώς νέες αποχρώσεις σε πασίγνωστα σημαίνοντα. Η δημιουργία του Καραγκιόζη δεν είναι μόνο συντηρητική αλλά και ανανεωτική. Το κάθε κοινό έχει το δικό του Καραγκιόζη. Περιέχει πραγματικά λόγια που ανάβρυσαν από μια ζωντανή προφορική σύνθεση. Κάθε στερεότυπη έκφραση του Καραγκιόζη είναι ένα «μικρό ποιητικό σύμπαν». Παρατηρείται η αυτονομία της λαϊκής δημιουργίας που είναι συνάρτηση όχι ενός περιεχομένου, αλλά των δομών και της λειτουργίας της, δηλ. της διαδικασίας που τη γεννά.
Συμπερασματικά, τρεις όροι στοιχειοθετούν την παραγωγή του θεάτρου σκιών: η προφορική παράδοση, ο λαϊκός φορέας και η ομαδική αναδημιουργία. Μια τέτοια παράδοση δεν είναι μόνο ψυχαγωγική τέχνη, εργαλείο στην υπηρεσία της επικοινωνίας κι ένα λαϊκό θέαμα, αλλά μια ολοκληρωμένη συμβολική «γλώσσα». Ο λαός την καθορίζει με τη λογοκρισία του και τη φορτίζει με δικά του βιώματα. Η προσφορά των καραγκιοζοπαιχτών αποκτά αξία μόνο μέσα στην επικοινωνία. Το προφορικό έργο δεν είναι τελειωμένο προϊόν κατανάλωσης, αλλά ένας τρόπος λειτουργίας και φανέρωσης της ίδιας της ύπαρξης της ομάδας.


Ο μαρασμός της ομαδικής δημιουργίας
Υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις της δημιουργίας του Καραγκιόζη: η κυρίαρχη θέση της προφορικής παράδοσης σε σχέση με τη γραπτή, η συνοχή και η ομοιογένεια του ομαδικού φορέα, η σταθερότητα της γλώσσας στην οποία διεξάγεται ο διάλογος του τεχνίτη με το κοινό. Η διαδικασία αυτή ατονεί στις αρχές του 20ου αιώνα, λόγω των κοινωνιολογικών αλλαγών που μεταβάλλουν την παραδοσιακή παιδεία, τις αξίες, τα πρότυπα της πλειοψηφίας του ελληνικού κόσμου, π.χ. σημαντική είναι η άνοδος της γραπτής παιδείας -που είναι οικοδόμημα του επίσημου πολιτισμού- και του μαζικού πολιτισμού. Η καθαρεύουσα μπολιάζει το λεξιλόγιο και το τυπικό του Καραγκιόζη και γίνεται αγοραία. Ο Καραγκιόζης δανείζεται στοιχεία από την εφημερίδα και τα έντυπα μαζικής κυκλοφορίας, όπως π.χ. το λαϊκό περιοδικό και το μυθιστόρημα. Οι φυλλάδες εκλαϊκεύουν τα πρότυπα του νεότερου αστικού πολιτισμού και τυποποιούν την άγραφη λαϊκή παιδεία. Ο Καραγκιόζης διαδίδεται και με τη μορφή λαϊκών φυλλάδων κι έτσι αλλάζει η αντίληψη που έχει γι’ αυτό το θέατρο το πλατύ κοινό κι ατροφεί η παραδοσιακή προφορική μετάδοση. Εξασθενίζει άμεσα η επικοινωνία των καραγκιοζοπαιχτών με το κοινό τους κι αμβλύνεται η γλώσσα της παράδοσης. Τα φυλλάδια δείχνουν την εισβολή του μαζικού εμπορευματοποιημένου και βιομηχανοποιημένου πολιτισμού.
Ο Καραγκιόζης δεν περιορίζεται στο δανεισμό στοιχείων από το λόγιο θέατρο, προσπαθεί να μεταφέρει στο πανί την ατμόσφαιρα του αστικού θεάματος υπό την πίεση των τεχνολογικών εφευρέσεων, π.χ. του κινηματογράφου. Αυτό εξηγεί το αίτημα του ρεαλισμού που θέτει ο Καραγκιόζης. Επίσης, είναι δύσκολη αλλά και πεισματική συνύπαρξη ετερόκλητων πολιτισμικών μορφωμάτων στον τόπο μας. Ο ανώτερος αστικός πολιτισμός επιβάλλεται έντονα, ανταγωνίζεται την παράδοση και την αλλοιώνει.
Η ανώτερη τάξη διασπείρει στα πλατιά λαϊκά στρώματα τα ιδανικά, τα πρότυπα και τις αξίες της. Η λόγια παιδεία εκχυδαΐζεται. Προκύπτει μια νέα μεικτή παιδεία, ιδιόμορφο πολιτισμικό κράμα από ανομοιογενή υλικά. Στη βενιζελική εποχή αλλάζει η εσωτερική σύσταση του εθνικού χώρου. Αυτά σημαδεύουν το κοινό που γίνεται άλλο, γιατί αποκτά σύνθεση μικροαστική και ετερόκλητη. Οι θεατές δε γνωρίζονται πια μεταξύ τους ή δε γνωρίζουν τον καραγκιοζοπαίχτη. Υπάρχει ένα ανώνυμο κοινό, όπως του θεάτρου και του κινηματογράφου, που απέχει από το σταθερό κοινό της επαρχίας ή της φτωχογειτονιάς. Ο Καραγκιόζης αρχίζει να φαίνεται κοινότοπος και ακατατόπιστος και γνωρίζει τον ανταγωνισμό.
Επειδή αλλάζει το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο που καθορίζει την παραγωγή του παραδοσιακού Καραγκιόζη, οι καραγκιοζοπαίχτες νεωτερίζουν το θέατρό τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και τη νοοτροπία του καινούργιου τους κοινού. Αναζητούν θέματα σε εφημερίδες. Δημιουργούνται νέα κείμενα που δεν έχουν σχέση με το παραδοσιακό δραματολόγιο του Καραγκιόζη. Αντιμετωπίζουν θεατρολογικά προβλήματα για τα οποία δεν είναι έτοιμοι. Ο οξύτατος ανταγωνισμός του θεάτρου και του κινηματογράφου προκαλεί τολμηρές καινοτομίες, π.χ. μεγαλύτερες χρωματιστές και δερμάτινες φιγούρες, μεγαλύτερο μπερντέ κλπ. Αυτά μεταμορφώνουν το παραδοσιακό θέατρο σκιών. Διαφοροποιούνται έτσι οι δομές της αφήγησης, η δραματική πλοκή, η απόδοση του χώρου και του χρόνου, δηλ. οι βασικές συμβάσεις. Αλλάζουν και οι υλικές- οικονομικές συνθήκες παραγωγής του θεάτρου. Η ενότητα της παράδοσης παρουσιάζει ρωγμές κι από τη δεκαετία του ’30 οδηγούμαστε σε παρακμή.

Η περίπτωση του Μόλλα: Κοινόκτητη παράδοση και ατομικός «εκσυγχρονισμός»
Ο συγγραφέας μελετά την περίπτωση του Μόλλα ως παράδειγμα που συνοψίζει την ακμή του αθηναϊκού Καραγκιόζη στα χρόνια 1910-1930 αλλά και για να δει ως ποιο σημείο η παράδοση διαβρώνεται από τον αστικό πολιτισμό και ως ποιο αντιστέκεται.
Ο Μόλλας αποτελεί μια τυπική ιστορία καραγκιοζοπαίχτη με εκπληκτική για λαϊκό τεχνίτη σταδιοδρομία. Αυτό δείχνει τη θέση που παίρνει ο Καραγκιόζης στη Αθήνα των Βαλκανικών Πολέμων και του Μεσοπολέμου. Γρήγορα αποκτά φήμη όταν το 1903 παίζει στο βασιλικό κήπο στη θέση του δασκάλου του Ρούλια που αρρώστησε. Το 1911 λέγεται ότι προσελκύει «όλους τους αθηναϊκούς κοινωνικούς τύπους» ως καλλιτέχνης απαράμιλλος στο είδος του. Δίνει νέα φυσιογνωμία στο θέατρο για να ικανοποιήσει το αθηναϊκό κοινό. Κάνει καινοτομίες και καθιερώνει έναν ρεαλιστικό τόνο ερμηνείας, συνθέτει νέα έργα, εμπνέεται από το αστικό θέατρο.
Ο Μόλλας είναι αυτός που δημοσιεύει σε συνέχειες σε αθηναϊκές εφημερίδες έργα του Καραγκιόζη και αργότερα και ολόκληρα έργα που προσιδιάζουν στο λαϊκό μυθιστόρημα, στα οποία όμως είναι εμφανείς οι δημοσιογραφικές επεμβάσεις. Ο λαϊκός τεχνίτης αξιοποιείται από ένα κύκλωμα που τον μεταβάλλει σε βεντέτα και εμπορευματοποιεί μια εκδήλωση που ήταν ως τότε η ανάσα της συλλογικής ζωής. Η δουλειά του Μόλλα αξιολογείται με κριτήρια της αστικής τέχνης. Η φιλοδοξία του Μόλλα δεν περιορίζεται στον εκσυγχρονισμό. Θέλει να διδάξει το κοινό, γαλουχώντας το με καθιερωμένες κοινωνικές αξίες. Ο καραγκιοζοπαίχτης παύει να ταυτίζεται με το κοινό του και βλέπει τον εαυτό του χωρισμένο από εκείνο.
Η αστικοποίηση φτάνει στην αποκορύφωση τη δεκαετία του 1920. Η επιτυχία αυξάνει τα κέρδη, ο Μόλλας μεγαλώνει και ανανεώνει το θέατρό του, που εξελίσσεται σε μικρή επιχείρηση. Οι ίδιοι οι λόγιοι φίλοι του αρχίζουν να αντιδρούν, γιατί ο μεταρρυθμιστικός του ζήλο φτάνει μακριά. Μετά το ’30 το αστικό κοινό αρχίζει να απομακρύνεται από τον μπερντέ του και γενικά από τον Καραγκιόζη. Αυτό αναγκάζει τους καραγκιοζοπαίχτες να περιορίσουν τους εκσυγχρονισμούς και να πάρουν το δρόμο των οικονομιών και της απλοποίησης. Οδηγούμαστε στο φτώχεμα και τον εκφυλισμό της παράδοσης.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μόλλας ήταν μια θεατρική ιδιοφυία, όλοι εξαίρουν το πολύπλευρο θεατρικό του ταλέντο. Τα έργα του ακόμα και με τις επεμβάσεις των εκδοτών δείχνουν την προσωπικότητα ενός σπουδαίου τεχνίτη, οι εκδόσεις προσφέρουν μιαν αίσθηση πρωτοτυπίας. Παρά τα αρνητικά χαρακτηριστικά (υπόθεση κάποτε εντελώς καινούργια, παραδοσιακή δομή της παράστασης που αλλοιώνεται σημαντικά, διαφοροποίηση του παραδοσιακού λόγου του Καραγκιόζη, με στόχο τη μεγαλύτερη ψυχολογική και ηθογραφική αληθοφάνεια) δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε τη σπαρταριστή ζωντάνια στο σφυγμό μιας εποχής, την ευστοχία του λόγου και την πυκνότητα των εμπειριών, τη σάτιρα στην κοινωνία της εποχής. Ο Μόλλας είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στην ατομική του πρωτοτυπία, χωρίς να συνειδητοποιεί πως δέχεται έτσι περισσότερες εξωλογικές επιδράσεις απ’ όσες μπορεί να αφομοιώσει η παράδοση της τέχνης του. Ο ρεαλιστικός ζήλος του Μόλλα συγκρούεται με τη ριζική σχηματικότητα των σκιών. Ο Μόλλας προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα ανακατώνοντας τους κώδικες της δικής του παράδοσης με εκείνους του επίσημου θεάτρου. Το ηθοπλαστικό κήρυγμα δεν ταιριάζει με τον παραδοσιακό αμοραλισμό του Καραγκιόζη. Ο Μόλλας διαθέτει παρατηρητικότητα και μιαν αίσθηση της πιάτσας που αξίζει να μελετηθούν.
Παρ’ όλα αυτά, ο Καραγκιόζης του μένει πάντα Καραγκιόζης: ένα ομαδικό δημιούργημα που επιβάλλει τη δική του λογική και τη δική του οντότητα, ακόμα και στη δυνατή προσωπικότητα ενός προικισμένου τεχνίτη. Όλοι του οι νεωτερισμοί συνδέονται με την παράδοση. Ακόμα και στα πρωτότυπα έργα πάντα φωλιάζει ένα οικείο καραγκιοζικό πρότυπο. Δεν ξεφεύγει πολύ από τη διαδικασία «πρότυπο- παραλλαγή». Απλώς συμφύρει πιο άνετα από τους συναδέλφους του τα παραδοσιακά μοτίβα με τα φιλολογικά δάνεια και τα σύγχρονα γεγονότα. Μας πείθει ότι έχει αφομοιώσει το ήθος και τη γλώσσα των προσώπων του, έχει βαθιά γνώση του ψυχοκοινωνικού κόσμου που ο κάθε τύπος ενσαρκώνει. Κι ο ίδιος ο Καραγκιόζης μένει πιστός στο παραδοσιακό του σχήμα παρά τις όποιες αλλαγές. Κάθε φορά που ο Μόλλας θέλει να φτάσει το αστικό θέατρο, με αποτέλεσμα να ξεμακραίνει κάπως από την παράδοση της τέχνης του, η παράδοση τον εκδικείται, διαψεύδοντας τις υψηλές του φιλοδοξίες. Συνάμα όμως δικαιώνει τη δουλειά του σε ένα βαθύτερο επίπεδο δίνοντας στην ατομική του δημιουργία διαστάσεις που κι ο ίδιος δε θα μπορούσε να υποψιαστεί. Έτσι, τα ηθογραφικά ή διδακτικά του έργα πετυχαίνουν να προεκτείνουν και να συμπληρώσουν την ομαδική δημιουργία του Καραγκιόζη. Ο Μόλλας είναι γνήσιος δημιουργός ακριβώς χάρη στην προφορική παράδοση.

Ο δυναμισμός της προφορικής παράδοσης
Τα παραπάνω δείχνουν το δυναμισμό της παράδοσης του Καραγκιόζη, την αντίστασή της στις ισχυρές εξαρθρωτικές επιδράσεις που δέχεται από τον αστικό πολιτισμό. Ο εκσυγχρονισμός του του επιβλήθηκε από το κοινό και γι’ αυτό ήταν αναπότρεπτος. Θα ήταν ουτοπικό ο Καραγκιόζης να μένει προσκολλημένος στην παράδοση, γιατί έτσι θα απομονωνόταν η παράδοση από το φορέα της. Οι καραγκιοζοπαίχτες πέτυχαν να ανταποκριθούν στις επιταγές των θεατών τους και να προβάλλουν στον μπερντέ νέες όψεις της ελληνικής ζωής, χωρίς να προδώσουν την παράδοση που κληρονόμησαν. Διαπιστώνουμε την ευλυγισία της λαϊκής θεατρικής παράδοσης, παρά τις απότομες κοινωνιολογικές αλλαγές που έμοιαζαν να καταδικάζουν τον Καραγκιόζη σε μαρασμό.

Η υπέρβαση των παραδοσιακών ορίων
Ο εκσυγχρονισμός υπερέβαινε τα όρια της παράδοσης, με αποτέλεσμα να θολώνει και να παραμορφώνει τη γλώσσα του Καραγκιόζη, γιατί κάποιοι σκηνικοί νεωτερισμοί δεν ήταν συμβιβάσιμοι με αυτόν κι έπειτα γιατί η υιοθέτηση τεχνολογιών αχρήστευε ολόκληρες περιοχές της λαϊκής δημιουργίας. Ο ρεαλισμός δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί αβασάνιστα σε ένα θέατρο άυλο, συμβατικό και συμβολικό. Ακόμα, η αντικατάσταση του τραγουδιστή από το γραμμόφωνο γύρω στα 1930 είχε σαν αποτέλεσμα ένα θέαμα αισθητικά φτωχότερο. Χάνεται έτσι το μεράκι της ζωντανής εκτέλεσης και η θέρμη της επικοινωνίας των ακροατών με τους τεχνίτες. Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες στην προσπάθεια να πρωτοτυπήσουν ξέφυγαν από τη διαδικασία «πρότυπο- παραλλαγή». Η σταθερή ισορροπία ανάμεσα στην επανάληψη και τον αυτοσχεδιασμό ανατρέπεται σε όφελος του τελευταίου.

Η εξάρθρωση της ομαδικής δημιουργίας
Το κοινό υποδηλώνει λιγότερη προσήλωση στην γλώσσα της παράδοσης. Έτσι, όμως χάνει την επικοινωνία με τον μπερντέ και εξασθενεί η ελεγκτική του λειτουργία. Η νεοελληνική ομάδα παύει να είναι ο συλλογικός θεματοφύλακας της παράδοσης. Έτσι, η γλώσσα του Καραγκιόζη γίνεται ένα ζήτημα που αφορά όλο και λιγότερο την ομάδα και όλο και περισσότερο τους καραγκιοζοπαίχτες. Οδηγούμαστε στην εξάρθρωση της ομαδικής δημιουργίας. Οι προτάσεις των καραγκιοζοπαιχτών δε συναντούν μια συλλογική αποδοχή του κοινού κι έτσι μένουν μετέωρες. Όλα αυτά αποδεικνύουν το μαρασμό της προφορικής παράδοσης και επομένως της ομαδικής δημιουργίας. Η νεώτερη δραματουργία δεν έχει κατά κανόνα αισθητική ποιότητα και την εκφραστική δύναμη του παλιότερου μπερντέ. Το κοινό αποξενώνεται σιγά- σιγά από ένα έργο που ήταν δικό του.

Η μεταπολεμική περίοδος και οι σημερινοί προβληματισμοί
Στη μεταπολεμική περίοδο το λαϊκό κοινό διαρρέει από τη μάντρα του θεάτρου σκιών, αναζητώντας άλλη ψυχαγωγία. Η παράδοση όμως επιδεικνύει μια πεισματική επιβίωση σε έναν κόσμο που δε σταματά να την αφανίζει. Οι καλοί καραγκιοζοπαίχτες δε λείπουν και στα χρόνια μας. Ο Καραγκιόζης έχει μπολιάσει το σύγχρονο πολιτισμό και σίγουρα είναι στοιχείο του εθνικού πολιτισμού μας. Συνεχίζει να αποδίδει όψεις της σύγχρονης συλλογικής ύπαρξης. Ωστόσο, ανήκει στο παρελθόν. Η ιδιωτικοποίηση και η μαζοποίηση της καθημερινής ζωής οδήγησαν σε μια μορφή κοινωνίας που βρίσκεται μακριά από το κοινοτικό, κοινοβιακό ήθος απ’ όπου ανάβρυζε το προφορικό λαϊκό θέατρο. Εκείνο που καταλύεται στις μέρες μας είναι ο ίδιος ο λαϊκός πολιτισμός και πρώτα ο ίδιος ο φορέας του ο λαός. Η στροφή των διανοούμενων σε αυτό το θέατρο τελευταία είναι αξιοπρόσεκτη, αλλά όχι ικανή για να ξαναδώσει στον Καραγκιόζη την ακτινοβολία του. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ούτε οι τάσεις αυτές ούτε το ταλέντο των καραγκιοζοπαιχτών είναι ικανά να ανανεώσουν εσωτερικά το είδος, γιατί προέρχεται από μια άλλη εποχή με άλλες κοινωνικές συνθήκες και πλέγματα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Είναι ένα θέατρο προβιομηχανικής εποχής, φτιαγμένο από αναλφάβητους και προορισμένο κυρίως γι’ αυτούς. Η ίδια η προφορική παράδοση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αγωγός παιδείας, επικοινωνίας και πολιτισμού.


Ο συγγραφέας κλείνει στον επίλογο με τα συμπεράσματά του όχι μόνο για τον Καραγκιόζη, αλλά γενικότερα για την ομαδική δημιουργία και το λαϊκό πολιτισμό που μαραζώνουν στη σύγχρονη κοινωνία με τη μαζική, τυποποιημένη και εμπορευματοποιημένη κουλτούρα.

Συνολικά, το συγκεκριμένο είναι ένα πολύ κατατοπιστικό, με εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία και διαφωτιστικά παραδείγματα, βιβλίο που μας γνωρίζει και μας εξοικειώνει με τον τρόπο που λειτουργεί η λαϊκά παράδοση και ειδικότερα το θέατρο σκιών. Το συνιστώ σε όλους ανεπιφύλακτα.

Αγγελική Ασπρούλη

One thought on “Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη,”

  1. Αγγελική, μπράβο για το κείμενο! Επειγόντως, να το επεξεργαστείς και να βάλεις τιτλάκια για την διευκόλυνση του αναγνώστη που διαβάζει σε μια οθόνη.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε