Είναι ο Θανάσης Βέγγος ο «Καραγκιόζης» του ελληνικού κινηματογράφου;

Η γέννηση και ακμή του νέου ελληνικού κινηματογράφου την εικοσαετία 1950-1970, δεν μπορούσε παρά να συνδέεται στενά με τα προηγούμενα είδη ψυχαγωγίας, το θέατρο και το θέατρο σκιών. Και ενώ το θέατρο, ειδικότερα η επιθεώρηση, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές σε ένα μέρος του κοινού των αστικών κέντρων, το θέατρο σκιών κυριαρχούσε παντού, σε όλες τις ηλικίες, σε πόλεις και χωριά. Αναπόφευκτα λοιπόν, επηρέασε με τα έργα και τους χαρακτήρες του, τους πρώτους κινηματογραφικούς δημιουργούς.

Μέχρι τις αρχές του 1950, ο αριθμός των κινηματογραφικών κωμωδιών ήταν πολύ περιορισμένος. Ο παγκόσμιος πόλεμος αλλά και η εμφύλια διαμάχη τελειώνουν και ο κόσμος αρχίζει να αναζητά μια βελτιωμένη ποιότητα ζωής, βασικό συστατικό της οποίας είναι και η ψυχαγωγία. Ξεκινά λοιπόν μια έκρηξη της ελληνικής κωμωδίας. Πάνω από τις μισές ταινίες και σίγουρα οι πιο επιτυχημένες εισπρακτικά, είναι κωμωδίες. Το 1952 είναι 12 από τις συνολικά 24 παραγόμενες ταινίες, η μαζική παραγωγή αυξάνεται, το 1960 γίνονται 24 και το 1967 φτάνουν τις 117.

«Οι μεταπολεμικές κωμωδίες αναπτύσσουν ορισμένα χαρακτηριστικά που θα παραμείνουν τα ίδια κατά τη διάρκεια μιας εικοσαετίας, εγκλωβίζοντας το είδος σε μια στασιμότητα που δεν επιτρέπει στους δημιουργούς νέα επίπεδα πειραματισμού και δημιουργίας. Οι ελληνικές κινηματογραφικές κωμωδίες, εμπνευσμένες από την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων, από τα προβλήματα και τις φιλοδοξίες των μεσαίων και κατώτερων οικονομικά τάξεων, αντιγράφουν τη θεματολογία που ακολουθεί το θέατρο σκιών». [1]

Δημιουργοί και κοινό, βαθείς γνώστες του θεάτρου σκιών, έχουν ένα απλό και εύκολα κατανοητό τρόπο να δημιουργήσουν μια ελληνική κινηματογραφική ταυτότητα, στηριζόμενοι στα ευρύτατα αποδεκτά και καταξιωμένα χαρακτηριστικά του. Οι σεναριογράφοι, μέσα από τις ιστορίες του Καραγκιόζη, μεταφέρουν στην οθόνη περιπέτειες ήδη γνωστές στο κοινό, διατηρώντας τη θεματολογία, τη δράση και την ευτυχή κατάληξη του θεάτρου σκιών. Έτσι, ενώ η κοινωνική πραγματικότητα είναι πάντοτε παρούσα, η πλοκή και ιδιαίτερα το τέλος συνήθως ξεφεύγει από τα όρια του ρεαλιστικού. Ο πρωταγωνιστής όπως και ο Καραγκιόζης, επιλύει τα προβλήματα, κερδίζει επαίνους και χρήματα.

Τα σκηνικά που συμβάλλουν στη σεναριακή κατανόηση θυμίζουν έντονα το μπερντέ του Καραγκιόζη. Υπάρχει το φτωχικό μέρος, η παράγκα, του πολύπαθου συνήθως πρωταγωνιστή και το πλουσιόσπιτο, το σεράι, του κοινωνικά πλούσιου και επιτυχημένου. Ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει και λύνει τα προβλήματα μέσα από τα εύκολα και πονηρά τεχνάσματα του θεάτρου σκιών. Το κοινό χαίρεται και αποχωρεί ευτυχισμένο από την κινηματογραφική αίθουσα. Η συνοδευτική μουσική, σχεδόν πάντα, βοηθά στην αναγνώριση των χαρακτήρων. Δημοτική μουσική, με κλαρίνα και νταούλια, όταν αναφέρεται στον βλάχο επαρχιώτη, βαριά λαϊκή με μπουζούκι για τον κουτσαβάκη-μάγκα, ευρωπαϊκή για τον κομψευόμενο μιμούμενο τον δυτικό τρόπο ζωής. Των χαρακτήρων που είναι πάντα οι ίδιοι, σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη, και τελικά υπερισχύουν των ηθοποιών.

 

Εδώ λοιπόν φτάνουμε στην αναφορά του τίτλου της εργασίας. Ο Θανάσης Βέγγος είναι πραγματικά ο Καραγκιόζης του κινηματογράφου. Πάντοτε φτωχός, αδικημένος, πεινασμένος. Δεν είναι ανόητος, αλλά προσποιείται τον αφελή, αγαθό ηλίθιο για να επιτύχει τους στόχους του. Τρέχει συνέχεια, τρώει λίγο φαγητό και πολύ ξύλο, κάνει συνεχώς γκάφες, καταφέρνει όμως με συχνά ανορθόδοξους τρόπους να υπερνικήσει τις αναποδιές και να ικανοποιήσει τον σκοπό του. Αλλάζει συνεχώς επαγγέλματα, ανάλογα με το έργο-παράσταση. Γίνεται θυρωρός, μυστικός πράκτορας, ψευτογιατρός, φωτογράφος, μάγειρας, σερβιτόρος, κουρέας, καφετζής. Αποτελεί την απόλυτη μετενσάρκωση του Καραγκιόζη. Απλός και λαϊκός, αλλά πλούσιος σε αισθήματα, βοηθά τον μέσο θεατή να ταυτιστεί μαζί του, να συμπάσχει με τα προβλήματα και τις αγωνίες του, αλλά και να φεύγει ευτυχισμένος από την κινηματογραφική αίθουσα μετά το happy end. Γιατί, η φιλοσοφία ζωής του Καραγκιόζη-Βέγγου, είναι η φιλοσοφία ζωής όλων των ανθρώπων του λαού που αντιδρούν στις κοινωνικές εξελίξεις που κάνουν πιο περίπλοκο και άδικο το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να κινηθούν. Η τρέλα του Βέγγου, ταυτόσημη με αυτή του Καραγκιόζη, αγωνίζεται να βρει λύσεις σε όλα αυτά που προβληματίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας της εποχής. Εργασία, γάμος, οικογένεια, εύρεση κατοικίας, φαγητού, ελευθερία στη σκέψη και τη συμπεριφορά, είναι όλα όσα ενδιαφέρουν τους θεατές και αντικρίζουν το αφήγημα της ζωής τους στις ταινίες του Βέγγου. Το θέατρο σκιών λοιπόν, παρακμάζει, αντικαθίσταται όμως σιγά σιγά από τις κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο λαϊκός ήρωας Καραγκιόζης, εξελίσσεται, γίνεται ο πολυαγαπημένος λαϊκός κωμικός Θανάσης Βέγγος.

Ο Καραγκιόζης στοιχειώνει τον Θανάση Βέγγο. Δεν είναι τυχαίο ότι όπως στα έργα του Καραγκιόζη, έτσι και στις ταινίες το όνομα του Θανάση Βέγγου περιλαμβάνεται στον τίτλο του έργου. Έχουμε τον «Τρελό τρελό Βέγγο», τον «Θανάση στη χώρα της σφαλιάρας», τον «Δόκτωρ ΖιΒέγγο» και πολλές άλλες. Στην ταινία «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», σε σκηνοθεσία του ίδιου, απόκληρος και φουκαράς παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων προσπαθώντας να βρει λύσεις μπροστά σε μια αφίσα που διαφημίζει παράσταση του θεάτρου σκιών, «Ο Καραγκιόζης γιατρός». Και ακόμη αν σε ένα έργο επιλύσει τα προβλήματά του, στο επόμενο ξεκινά πάλι από την αρχή, φτωχός, πεινασμένος, κατατρεγμένος. Βρίσκει συνεχώς μπροστά του εμπόδια και καλείται να αντιμετωπίσει κάθε λογής αναποδιές. Τα καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα, με μόνο εφόδιο τον αγαθό του χαρακτήρα, την τρέλα του, την καπατσοσύνη του. Αντιπροσωπεύει την τεράστια εκείνη κοινωνική ομάδα που βγαίνοντας από την φρίκη και την καταστροφή του πολέμου αγωνίζεται να επιβιώσει, να ορθοποδήσει, να ζήσει καλύτερα. Η φιλοσοφία ζωής του, είναι πάντα η ίδια, είναι η αντίδραση του μεταπολεμικού ανθρώπου σε ένα κόσμο που οργανώνεται καλύτερα, αποκτά σοβαρές δομές, αλλά γίνεται ολοένα και πιο άδικος. Προσπαθεί λοιπόν να προσαρμοστεί, να ζήσει καλύτερα χωρίς όμως να χάσει τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Απλός, λαϊκός, φτωχός, αλλά πλούσιος σε αισθήματα, ο Καραγκιόζης Θανάσης Βέγγος, κυνηγά το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, τρώγοντας ξύλο από Βεληγκέκες, παράλληλα όμως βοηθά τους συνανθρώπους του και συγκινείται από τις αξίες και τα ιδανικά της ελληνικής φυλής. Διαιώνισε λοιπόν με αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικό χαρακτήρα της νεοελληνικής πραγματικότητας.

jj

Ακολουθούν και οι υπόλοιποι ήρωες-χαρακτήρες του θεάτρου σκιών. Ο Μορφονιός, άσχημος, μυταράς, με προβληματικό χαρακτήρα, χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητας και θεωρώντας ότι είναι ο πιο όμορφος της πόλης, βρίσκει την ιδανική συνέχειά του στο πρόσωπο της Γεωργίας Βασιλειάδου. Αρνούμενη να παραδεχτεί την αλήθεια, πιστεύει ότι είναι καλλονή, αναζητά νέο και όμορφο σύζυγο, ντύνεται και κινείται σαν φιγούρα του θεάτρου σκιών. Ο μπαρμπα-Γιώργος με την παραδοσιακή φουστανέλα του, συνεχίζει να ζει μέσα από το ντύσιμο, την ιδιότυπη ομιλία και τη συμπεριφορά του Κώστα Χατζηχρήστου. Μαζί του και όλοι οι επαρχιώτες που φτάνουν τότε στην Αθήνα, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Ο αγαθός βλάχος, με τη χαρακτηριστική προφορά ξαναζεί στην κινηματογραφική οθόνη και μπαίνει στη νέα ελληνική μοντέρνα κοινωνία. Ο μάγκας Σταύρακας, νταής, μικροαπατεώνας, φλερτάρει συνεχώς κρατώντας ένα κομπολόι και εκφραζόμενος μέσα από μια ευρέως γνωστή ελληνική αργκό, έχει την τέλεια έκφραση μέσα από τον Μίμη Φωτόπουλο, αλλά και από τους αντίστοιχης συμπεριφοράς μάγκες Αθηνόδωρο Προύσαλη και Νίκο Φέρμα. Ο λίγο σκεπτόμενος και με άγρια συμπεριφορά Βεληγκέκας προσομοιάζει με τον Σπύρο Καλογήρου και τον Ζαννίνο. Ο Πασάς με τη μορφή του Παπαγιαννόπουλου, του Κωνσταντάρα, του Μακρή, ή του Ζερβού, προστατεύει συνήθως την νεαρή και άμυαλη κόρη του, με τη βοήθεια του Χατζηαβάτη, Ντίνου Ηλιόπουλου, λεπτού, ευφυή, φίλου του Καραγκιόζη που βοηθά στην επίλυση των παρεξηγήσεων και στην ευτυχή κατάληξη. Οι εθνικές Βεζυροπούλες, Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Φόνσου, Λάσκαρη, Καλογεροπούλου, προσπαθούν συνήθως να πείσουν τον Πασά-αφέντη του σπιτιού τους να τους επιτρέψει να παντρευτούν τον άντρα που αγαπούν. Σε απόλυτη ταύτιση με τις σκέψεις και τις προσδοκίες του κοινού, κινούμενες μέσα στα όρια του ηθικού, έξυπνες και ριψοκίνδυνες, επιτυγχάνουν τον στόχο τους και εκπληρώνουν τα όνειρά τους. Παντρεύονται το παληκάρι τους, Παπαμιχαήλ, Αλεξανδράκη, Μπάρκουλη, έξυπνους άντρες που αποδεικνύουν στον μέλλοντα πεθερό τους ότι είναι ικανοί για την ευτυχία της κόρης του. Και όπως το θέατρο σκιών, έτσι και στις κωμωδίες του κινηματογράφου έχουν στην προσπάθειά τους αυτή τη συμπαράσταση είτε του Καραγκιόζη, είτε του ορθολογιστή Χατζηαβάτη, είτε του πάντα κομψού Διονύσιου, μέσα από τις δημιουργίες του Νίκου Σταυρίδη.

Όπως το θέατρο σκιών, με ελάχιστες αλλαγές, αρνήθηκε να προσαρμοστεί και παρέμεινε αναλλοίωτο στα βασικά χαρακτηριστικά του, έτσι και οι ελληνικές κωμωδίες διατήρησαν την αυθεντικότητα του ήρωα που δεν άλλαξε, δεν προσαρμόστηκε, δεν υπέκυψε στον δυτικό τρόπο ζωής. «Ξέρεις από βέσπα;» ρωτούσε ο Θανάσης Βέγγος τους περαστικούς. Και επειδή δεν έβρισκε λύση, φώναζε «Βαστάτε ποδαράκια μου» και έτρεχε σαν τρελός. Να βρει φαγητό, να παντρέψει τις αδερφές του, να εξασφαλίσει ένα σπίτι για να στεγάσει τον έναν και μοναδικό έρωτά του. Απλός παρατηρητής των οικονομικο-πολιτικών μετασχηματισμών, διατηρώντας την αλληλεγγύη προς τους συνανθρώπους του, πάλεψε και αγωνίστηκε προσφέροντας γέλιο να συμβάλλει στην πρόοδο της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας.

Καταγραφή.PNG

Ίσως όπως και ο Καραγκιόζης, ο Θανάσης Βέγγος να βλέπει σήμερα ανήμπορος την παγκοσμιοποιημένη ιστορία να τον προσπερνά. Ίσως ο παραδοσιακός γάμος με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που ποθούσε, το φαγητό με όσπρια και χωριάτικο ψωμί που έκανε την κοιλιά του να γουργουρίζει από επιθυμία, τα ρωμαίικα στοιχεία της ελληνικότητας του χαρακτήρα του, να μοιάζουν πια ξεπερασμένα και παλαιομοδίτικα. Δυο τρεις γενιές όμως δημιουργικών Ελλήνων ταυτίστηκαν μαζί του, έγιναν το κινηματογραφικό «εγώ» τους. Και άντεξαν, υπέμειναν, βρήκαν το κουράγιο αφού «φάνε» το ξύλο, να γυρίσουν στην παράγκα τους και να περιμένουν την επόμενη συνάντηση με το πεπρωμένο τους, την επόμενη παράσταση, την επόμενη κινηματογραφική επιτυχία.

Πολύ πετυχημένη η σκιτσογραφική απεικόνιση του Δημήτρη Χαντζόπουλου, όπου ο Καραγκιόζης μας, πορεύεται προς ένα υπέρλαμπρο φως αναφωνώντας «Καλέ μου Θεάνθρωπε!» και από επάνω ακούγεται η Φωνή «Καλώς τον Θανάση».

jjj

 

 

Ιφιγένεια Δασκαλάκη

 

Βιβλιογραφία:

Ανανίδης Ανδρέας, Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2007.

[1] Ανανίδης Ανδρέας, Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2007, σελ. 61.

 

Σχολιάστε