Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΒΕΖΥΡΗΣ

Πριν από δύο περίπου χρόνια με την ευκαιρία του έργου «Οι 300 της Πηνελόπης» του κ. Χαραλαμπίδη είχα αναλύσει τους όρους και τα όρια μέσα στα οποία, κατά τη γνώμη μου πάντα, θα μπορούσε ο λαϊκός Καραγκιόζης να γίνει πεδίο έρευνας και αξιοποίησης για τους νέους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Έλεγα τότε πως κάθε μορφή τέχνης είναι αποτέλεσμα μιας ιστορικής στιγμής να εκφράζει την ιστορική ανάγκη. Ο Καραγκιόζης προτείνει μια στάση ζωής, αλλά ουσιαστικά αποδέχεται τις κοινωνικές συντεταγμένες της εποχής που τον διαμόρφωσε. Είχα, τότε, αρνηθεί το δικαίωμα να μετατρέψουμε τον Καραγκιόζη σε «πολιτικό άτομο». Ο Καραγκιόζης, έγραφα, δε σκέπτεται, σοφίζεται. Αν σκεπτόταν θα έκαιγε το σεράι. Ο Καραγκιόζης είναι ένα θέατρο άμυνας και διαμαρτυρίας. Ο ήρωάς του φτάνει να διαπιστώσει καταστάσεις, να τις καταγγείλει, αλλά ούτε μπορεί και φοβάμαι, ούτε επιχειρεί να τις μεταβάλει. Απέναντί του στέκεται πάντα η εξουσία, το σύστημα κάποιων αρχών, ένας τρόπος ζωής άλλος, με τους νόμους του, τη νοοτροπία του, τις λύσεις που πρόκρινε για να δικαιωθεί στον εαυτό του. Ο Καραγκιόζης αρνείται να το αποδεχτεί, αλλά το χρησιμοποιεί∙ πρόσκαιρα, προσωρινά και υστερόβουλα. Χρησιμοποιεί τις ατέλειές του, τα ρήγματά του, τις αντιφάσεις του. Γλιστράει ανάμεσα στις δομές. Όταν όμως προσκρούει στους αρμούς του είτε υποχωρεί είτε αποπέμπεται. Ο Καραγκιόζης δεν έχει αυταπάτες, δεν είναι ήρωας ούτε συνωμότης∙ εμπειρικά προχωρεί και πάλι εμπειρικά επιστρέφει στην καλύβα του. Δεν έχει σύστημα σκέψεων, ούτε μέθοδο∙ δρα με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Συλλογίζεται με το χέρι, τη μύτη και την κοιλιά.

Ο κ. Σκούρτης είδε σωστά τον Καραγκιόζη. Δεν έκανε το λάθος του κ. Χαραλαμπίδη να αλλοιώσει το παραδοσιακό πρόσωπο και να το μετατρέψει σε μια θριαμβεύουσα λαϊκή προσωπικότητα. Δεν τον στεφάνωσε με δόξα, δεν τον «τραγούδησε» σαν σύμβολο ρομαντικό ενός επαναστατημένου λαού. Ο «ήρωας» του κ. Σκούρτη «έχει όνειρα», έχει σχέδια, αλλά δεν τα πραγματοποιεί. Δεν είναι οργανωμένος, αυτοσχεδιάζει λύσεις και τα μέσα του δεν αγιάζουν το σκοπό. Δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον αντίπαλο και δεν τον αντιμετωπίζει με τα μέσα του. Στο σύστημα δεν έχει να αντιπροτείνει άλλο σύστημα.
Ο Καραγκιόζης του κ. Σκούρτη είναι ένα σωστό έργο που γράφτηκε αργά. Αν η νέα γενιά των συγγραφέων μας είχε σκύψει έγκαιρα στα πατροπαράδοτα θεατρικά λαϊκά μοτίβα τώρα θα είχε προχωρήσει σε μορφές πιο σύνθετες και πιο βαθιές. Σταθήκαμε μάρτυρες ενός πρωθύστερου. Η επιστροφή του κ. Σκούρτη και του κ. Μάτεσι στον οικείο χώρο, έστω και αργά, είναι κέρδος για τη δραματουργία μας και μάθημα για τους νεότερους ακόμα που θα υποχρεωθούν να αποφύγουν τα δάνεια, τις μεταμοσχεύσεις και τους τρόπους άλλων θεατρικών παραδόσεων και θα καταφύγουν στο άμεσο, ζωντανό και οικείο θεματικό και μορφικό υλικό. Πρέπει κάποτε η πορεία της ποίησής μας να γίνει παράδειγμα στις γενιές των δραματουργών μας. Η εξέλιξη του έργου του Σεφέρη και του Ρίτσου, του Τσαρούχη, του Σικελιώτη και Διαμαντοπούλου, του Χατζηδάκι, του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου είναι η απόδειξη.
Ο κ. Σκούρτης ακολούθησε στο θέατρο την τεχνική του Καραγκιόζη στη δομή. Σωστά σημειώνει πως είδε δυναμικά το στατικό πρότυπο. Οι απαιτήσεις του παλκοσένικου θέτουν διαφορετικά προβλήματα από κείνα που παράδωσε ο μπερντές. Δεν είναι μόνο οι τρεις διαστάσεις, δεν είναι μόνο ο αφηγηματικός τρόπος, η έκθεση των δρώμενων που αλλάζει τη μέθοδο γραφής. Αλλάζουν και οι σχέσεις των προσώπων. Δραματικά. Εδώ οι σιωπές και οι παρουσίες έχουν άλλο νόημα. Τα κωμικά ευρήματα αλλάζουν ποιόν, γιατί ο χειρισμός των προσώπων αλλάζει επίσης.
Τις λίγες απόπειρες που ξέρουμε σ’ αυτό το είδος τις νόθευσε στην περίπτωση του Πολίτη ο ιδεολογικός φόρτος, του Συνοδινού η πρόθεση θεάτρου ιδεών και του Δαμιανού το παραφούσκωμα με σύμβολα και ποιητικισμούς.
Ο κ. Σκούρτης κράτησε τις σχέσεις στο επίπεδο του προτύπου. Συγκεκριμένες καταστάσεις, καίριος λόγος, άμεσες σχέσεις. Δε μετέθεσε το μύθο του σε άλλο γένος, δεν έκανε σατιρική αλληγορία, δεν κατέφυγε στο εύκολο σύνθημα, στην πρόχειρη και φθηνή παραλληλία, δεν έκλεισε το μάτι στο θεατή, δεν εκμεταλλεύτηκε τις ευαισθησίες και τους καημούς του κοινού. Είναι προς τιμήν του.
Για μένα το έργο του είναι μια πρόθεση και μια άσκηση. Και μια ευκαιρία για τον κ. Κουν και τους μαθητές του ν’ αποδείξουν αυτό που τόσον καιρό υποστηρίζουμε. Όταν η θεατρική τέχνη εμπνέεται και προβληματίζεται πάνω στις οικείες, ζωντανές φόρμες, όταν καταδύεται στις βαθιές βρυσομάνες της λαϊκής εκφραστικής, ανακαλύπτει την αλήθεια.
Ο κ. Κουν βρήκε τον καλύτερο και αυθεντικότερο εαυτό του. Ρυθμούς ιθαγενούς ροής εξέπεμπε η παράσταση. Κίνηση που έφτανε στο σχήμα δίχως να παγώνει στη σχηματοποίηση. Φωνές ελληνικές, γιατί ήταν ανθρώπινες. Οργάνωση μουσική του λόγου.
Τελευταία είχαμε φανεί αυστηροί στον κ. Λαζάνη. Μας αφόπλισε. Ο Καραγκιόζης του είναι η πληρέστερη προσφορά του στο θέατρο. Η τελική σκηνή, από τη στιγμή που μονολογώντας αντιδικεί με το φωτισμένο παλάτι (καίρια αφομοίωση του είδους από τον κ. Σκούρτη) ως τον τελικό χορό ήταν ένα ερμηνευτικό κατόρθωμα που άγγιξε την τραγωδία. Σπάνια συγγραφέας και ηθοποιός στο νέο μας θέατρο κατόρθωσαν να συνταιριάσουν τη γνήσια συγκίνηση με ένα μήνυμα που δεν έγινε σύνθημα.
Ο κ. Μόρτζος κράτησε σε ελεγχόμενα σχήματα το Χατζηαβάτη. Έκανε μια μελέτη πάνω στο πρόβλημα της μανιέρας του προτύπου. Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον και διδακτικό. Μετέτρεψε τη φιγούρα σε χαρακτήρα.
Ο κ. Αρμένης χωρίς να ενοχλεί αυτή τη φορά δεν κατόρθωσε πάλι να συγκρατηθεί και παραποιούσε πότε πότε το ρυθμό, ιδιαίτερα στην κίνηση. Νόθευε τη σαφήνεια και του δικού του περιγράμματος και της παράστασης.
Η κ. Διαβάτη τόνισε αντίθετα το περίγραμμα του τύπου, αλλά δεν έφτανε πάντα στο βυθό του. Έγινε και έμεινε γραφική.
Ο κ. Μποσδούκος ξαναβεβαίωσε την άποψή μας («Οπερέτα») πως είναι ένας θαυμάσιος τυπίστας. Ο Σταύρακας που διέπλασε θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στις ωραιότερες στιγμές της ελληνικής επιθεώρησης. Για μένα ο έπαινος αυτός είναι μέγας.
Ο Βεζύρης του κ. Χρυσούλη είχε εύρος και κύρος, φωνητικά κάπως υστέρησε, χωρίς να προδώσει το ρυθμό.
Οι κ.κ. Ευδαίμων, Χρυσικάκος, Δεγαΐτης, Ζαργάνης, Τσιλούνης και οι κ.κ. Πιττακή και Ιγγλέση συμπλήρωσαν τη διανομή με πληρότητα.
Ο κ. Λεοντής έγραψε ζουμερή μουσική κρατώντας και πατώντας πάνω στα πατροπαράδοτα μοτίβα του είδους. Θα διαφωνήσουμε με την εργασία της κ. Παπαντωνίου. Τα κοστούμια της και ιδιαίτερα τα σκηνικά της πρόδιδαν μιαν αντίληψη νεοπλουτική για τη λαϊκή τέχνη. Ήταν ένα πλησίασμα αφ’ υψηλού και προστατευτικό της λαϊκής τεχνοτροπίας. Το χρώμα του λαού είναι σεμνό και καίριο, δεν είναι σπάταλο ούτε αλόγιστο. Η κ. Παπαντωνίου συγχέει τη λιτότητα με τη φτήνια. Την αφέλεια με την αφασία. Δυστυχώς το ευοίωνο ξεκίνημά της εξελίσσεται επικίνδυνα σε μια δολοφονία της σκηνογραφίας, που δεν τη δικαιολογεί ούτε ο ερασιτεχνισμός.
Τέλος της καλοκαιρινής περιόδου. Μια επιστροφή στο σωστό δρόμο και της δραματουργίας μας και της υποκριτικής μας,
Η παρουσία στο ιντερμέτζο του αυθεντικού Καραγκιοζοπαίχτη κ. Μιχόπουλου έδωσε την ευκαιρία σ’ όλους, πιστεύω, να διαπιστώσουν τις διαφορές της τεχνικής στο χειρισμό των θεμάτων από τη μεριά του κ. Σκούρτη και τη φαντασία με την οποία ο Κουν χρησιμοποίησε τις δοσμένες συνθήκες του μπερντέ στο χώρο των τριών διαστάσεων.
Δίχως άλλο «Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης» είναι μια «μελέτη θεάτρου». Και τούτο είναι σπουδαιότερο από μια καλή παράσταση.

08.07.1973 Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Κλειδιά και κώδικες θεάτρου ΙΙ».

One thought on “Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΒΕΖΥΡΗΣ”

  1. Παρασκευή, πολύ ωραία η ιδέα να βάλεις μια κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Στην αρχή νόμιζα ότι διαβάζω ένα δικό σου κείμενο, μια εργασία! Ωραίο θα ήταν να είχαμε όλο το κείμενο! Αλλά και αυτό το κομμάτι δίνει τροφή για συζήτηση.

    Με την ευκαιρία αυτή θέλω να πω ότι στις αναρτήσεις είναι καλό να βάζουμε και μια (τουλάχιστον) εικόνα, που να έχει κάποια σχέση με το κείμενό μας. Το αναδεικνύει και βοηθάει τον αναγνώστη να το εμπεδώσει. Βέβαια, αντί για εικόνα μπορεί να είναι βίντεο από το youtube, vimeo κλπ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε